ἀπόμαχοι

ἀπόμαχοι
ἀπόμαχος
unfit for service
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκστρατεύω — (AM ἐκστρατεύω) κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο νεοελλ. επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών») αρχ. 1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία,… …   Dictionary of Greek

  • λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

  • Φοστάτ — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου που χτίστηκε το 641 μ.Χ. Η ονομασία της οφείλεται στη λέξη φουσάτο (στρατός), γιατί πρώτοι οικιστές της ήταν απόμαχοι Άραβες στρατιώτες. Τα ερείπιά της σώζονται σε περιοχή του σημερινού Καΐρου. Στην τοποθεσία της υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • απόμαχος — η, ο αυτός που αποσύρθηκε από τη δουλειά του, το επάγγελμά του: Στο καφενείο εκείνο του λιμανιού μαζεύονταν συνήθως οι απόμαχοι ναυτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”